“Καληνύχτα Αλέξανδρε και όνειρα γλυκά”
Ένα πανέμορφο παραμύθι για την διαφορετικότητα και την αποδοχή γραμμένο από την μητέρα Μαρία Παπαδοπούλου.
Δεν θυμάμαι το όνομά της , όμως δεν έχει αλήθεια και τόσο σημασία. Ας της δώσουμε μαζί ένα όνομα… Να την πούμε Βάγια; Η Βάγια λοιπόν μεγάλωσε με αγάπη άλλα και πόνο. Αντιφατικό θα μου πείτε κι όμως γίνεται. Μη σας φαίνεται παράξενο… κάπως έτσι μεγαλώνουν πολλά παιδιά. Θα καταλάβετε γιατί…
Σαν η Βάγια έγινε σωστή γυναίκα, κουβαλώντας γλυκά όλα όσα είχε ζήσει βρήκε τον πρίγκηπα της. Έναν πρίγκηπα τόσο όμορφο, δυνατό. Και νόμιζε πως ο δικός της ο πρίγκηπας είναι ο πιο όμορφος από όλους! Περνούσαν τα χρόνια ευτυχισμένα και μαζί έφτιαξαν το παλάτι τους. Ένα παλάτι φτιαγμένο από την αγάπη τους. Κανείς εχθρός δεν μπορούσε να τους απειλήσει, τόσο καλά το είχαν οχυρώσει . Ήρθε λοιπόν η ευλογημένη στιγμή, εκείνη η στιγμή που κάνει ευτυχισμένο κάθε ζευγάρι. Έφεραν στον κόσμο το μωράκι τους. Το περίμεναν με τόση λαχτάρα! Πόσα όνειρα είχε κάνει η Βάγια γι αυτό το μωρό… Θα του διαβάζω… σκεφτόταν. . θα του γνωρίσω τον κόσμο όλο. Θα του μάθω να τραγουδά μαζί μου… θα γίνει ευγενικό σαν εμένα και όμορφο σαν τον πρίγκηπά μου….. Μα τι είναι αυτό; Μόλις πήρε το μωρό στην αγκαλιά της έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της!
Το μωρό αντί για χέρια είχε φτερά! Τα έχασε η Βάγια…. Όπως όλες οι μανούλες όμως έτσι έκανε κι αυτή το αυτονόητο… το πήρε αγκαλιά, το φίλησε και έκρυψε τις φτερούγες του μέσα στο κουβερτάκι. Κι ένα παράξενο πράγμα… το αγαπούσε τόσο πολύ αυτό το μωρό που σταμάτησε να βλέπει τα φτερά του. Αλήθεια σας λέω, είχε πείσει τον εαυτό της πως αυτά ήταν αληθινά χέρια.
Και περνούσε ο καιρός και το μωρό μεγάλωσε κι έγινε ένα τόσο δα μικρο παιδάκι. Ένα παιδάκι που έτρεχε σαν σίφουνας, λίγο αδέξιο και πολύ πεισματάρικο. Έσπαγε ότι έβρισκε μπροστά του, έκλαιγε συνέχεια, δεν ήθελε ούτε τον μπαμπά του ούτε τη μαμά του. Δεν ήθελε κανέναν… δεν άντεχε να τον ακουμπάνε, ούτε να τον κοιτάζουν. Αυτά όλα έκαναν τη Βάγια δυστυχισμενη. Κι έλεγε συνέχεια στον πρίγκηπα της:
Το παιδί μας μήπως είναι άρρωστο; Γιατί δεν μας θέλει… γιατί δεν μιλάει; Ούτε μια λέξη; Τι θα κάνουμε; Τον αγαπώ τόσο πολύ κι αυτός δεν με κοιτάει! Θέλω να του πω τόσα, να του δωσω την ψυχη μου στα χέρια του αλλά ούτε να τον ακουμπήσω δεν με αφήνει.
Πήραν λοιπόν την απόφαση να πάνε το παιδι στον πιο ισχυρό μάγο ολόκληρου του κόσμου. Του έδωσαν αμέτρητα χρυσά νομίσματα αλλά αυτός δεν ήξερε τι να τους πει. Μετά από πολύ σκέψη ο μάγος βρήκε τη λύση… Το παιδί σας τους λέει δεν είναι σαν τα άλλα παιδιά είναι μαγεμένο. Γι αυτό δεν μπορεί να μιλήσει, γι αυτο κάνει σαν τρελλό.
Τι περίεργο όμως, κανείς, μα κανείς, ούτε ο μάγος δεν πρόσεξε τις φτερούγες του! Ήταν γιατί ηταν κρυμμένες κάτω από την μπλούζα του, ήταν γιατί κανείς δεν ήθελε να τις δει;Ποιός ξέρει… Ακολούθησαν λοιπόν τις συμβουλές του. Πήραν ένα τεραστιο χρυσό κλουβί για να μη μπορεί να τρέχει γρήγορα και χτυπάει. Του πήραν πένες, χαρτια, χρωώματα, ξύλινα γράμματα και αριθμούς κι ένα γιατροσόφι φτιαγμένο με σοφία απο τον καλύτερο φαρμακοποιό της χώρας…
– Θα του δίνετε το γιατρικό και θα του κάνετε πολλά πολλά μαθάματα και ίσως με το χρονο μάθει να μιλάει, να γράφει, να ζωγραφίζει…. .
– Ναι αλλά θα μάθει να με αγαπά; ρωτα η Βαγια.
Τι να πει ο καημένος ο μάγος; Μάγος ήταν όχι θεός!
Κι ήταν όλα μάταια, περνούσε ο καιρός και το παιδί τίποτα. Χειροότερο γινόταν καλύτερο όχι. Και η Βάγια μαράζωνε κι ο πρίγκηπας δεν μπορούσε να τη βοηθησει, ούτε αυτήν ούτε το παιδί τους. Κι έφερνε μάγους από όλο τον κόσμο με πολλά κόλπα και γιατροσοφια. Κι όσο ακουμπούσαν το παιδί τόσο εκείνο εξαγριωνόταν. Και ούτε λέξη… δεν είχε πει ούτε μια λεξούλα τόσο δα μικρή.
Το παιδί όμως μιλούσε, μιλούσε στη δική του γλώσσα. Είπαμε αυτοί δεν έβλεπαν τα φτερά του. Δεν ήταν μάγια αυτά που τον έκαναν έτσι. Έτσι γεννηήθηκε… μισός άνθρωπος μισός πουλί. Δεν είχε μόνο τα φτερά του πουλιού, είχε και τη φωνή του, τη σκέψη του. Σαν τον αετό που πετά ελεύθερος στον ουρανό χωρίς συντροφιά. Και τους μιλούσε, τους φώναζε…
Οι φτερούγες μου δεν μπορούν να πιάσουν πένες, χαρτιά, εγώ δεν έχω χέρια! Αφήστε με να πετάξω… σας αγαπώ αλλά δεν θέλω να με αγγίζετε, με πονάτε! Θέλω να πεταξω… αυτό ξέρω να κάνω γι αυτο έχω γεννηθεί! Γιατί με φυλακίσατε; Πάρτε τα γιατρικά σας με κάνουν να νυστάζω δεν βλέπω καθαρά!
Κανείς όμως δεν τον άκουγε… ακόμη και η Βάγια που τον αγαπούσε πιο πολύ κι από τη ζωή της… Ε λοιπόν το σκέφτηκα είπε το παιδί. Θα τους κάνω να δουν τα φτερά μου! Θέλουν δεν θέλουν! Κι άρχισε να τα κουνάει πάνω κάτω συνέχεια… κάθε μέρα και πιο πολύ. Έτσι κι έγινε λοιπόν, ακριβώς όπως το είχε σκεφτεί. Η Βάγια που έβλεπε το παιδί της να κάνει έτσι,κάποια στιγμή κουράστηκε να είναι θλιμμένη και μέσα της σαν να ξύπνησε μια σοφία. Ξαφνικά είδε τα φτερά του παιδιού της κι άνοιξε το κλουβί να δει τι θα κάνει! Και ήταν μαγικό! Αυτό άρχισε να πετάει απο πάνω της, να κάνει κύκλους, ακροβατικά και ήταν ευτυχισμένο! Και μπορεί να μην καταλάβαινε τα λόγια του καταλάβαινε όμως τι έλεγε η καρδιά του! Και ήταν κι εκείνη ευτυχισμένη! Και για πρώτη φορά το ένιωθε κοντά της κι ας ήταν μακριά! Και νιώθοντας το παιδί την πραγματική αγάπη της μάνας του, άρχισε να την πλησιάζει.
Καθε μέρα και περισσότερο, μέχρι που της χάρισε την αγκαλιά του μέσα από τις όμορφες φτερούγες του. Και έμαθε να τραγουδάει τα τραγούδια της. Έμαθε να ζωγραφίζει, να λέει μικρές λεξούλες… στην αρχή δειλα και ολο και καλύτερα! Γιατί η αγάπη κάνει τα μεγαλύτερα θαύματα. Το αγαπούσε πια γι’ αυτό που είναι και τον άφησε ελεύθερο να είναι όπως ακριβώς το γέννησε. Γιατί αγάπησε τα φτερά του όσο την αγαπούσε αυτό. Και ναι… ηταν πια ευτυχισμένο!